τουφεκόβεργα

τουφεκόβεργα
τουφεκόβεργα, η και ντουφεκόβεργα, η
βέργα για το καθάρισμα της κάννης τουφεκιού.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τουφεκόβεργα — και ντουφεκόβεργα, η, Ν βέργα που χρησιμοποιούσαν στα εμπροσθογεμή τουφέκια για να γεμίζουν την κάννη με μπαρούτι και βλήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι / ντουφέκι + βέργα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”